- ἐναπομύττεσθαι
- ἐν , ἀπό-μύσσομαιblow the nosepres inf mp (attic)ἐν-ἀπομύσσωwipepres inf mp (attic)ἐν-ἀπομύσσωwipepres inf mp (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εναπομύττομαι — ἐναπομύττομαι (Α) απομύττομαι*, σφουγγίζομαι με κάτι («ἐναπομύττεσθαι ταῑς παροψίσιν», Πλούτ.) … Dictionary of Greek